Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Για την « Π. Σ.»




Πέρασαν 5 χρόνια από τότε. Η στιγμή που το άκουσα για πρώτη φορά μου έφερε ένα ελαφρύ τρέμουλο, μια απορία, μια αναμονή. Δεν ήξερα τι γινόταν ούτε που θα με οδηγούσε αυτό το διαολεμένο. Όσοι το μάθαιναν αντέγραφαν την ίδια αντίδραση· άνοιγαν διάπλατα το στόμα και μου έλεγαν πως δεν μου φαίνεται, λες και ήταν κάποιο σπυράκι ή μια πληγή μπηγμένη βαθιά ως το κόκκαλο. Ομολογώ πως ξέρει να κρύβεται καλά, ώρες ώρες ξεχνάω και η ίδια πως παραφυλάει από μια γωνιά κάθε ώρα και λεπτό. Αν με ρωτούσατε τότε θα σας απαντούσα πως θα το θυμάμαι για πάντα και ότι κάθε μέρα θα με βασανίζει η ύπαρξη του. Ωστόσο, κατάφερε να υποκύψει και αυτό στην μιζέρια της ρουτίνας, να γίνει ένα μικρό μέρος μιας τεράστιας συνήθειας. Φυσικά και φοβάμαι. Κάθε φυσιολογικό ανθρωπάκι σκέφτεται έτσι. Δεν είναι και το πιο εύκολο εμπόδιο που μπορείς να ξεπεράσεις και δε νομίζω ότι υπάρχει το  ενδεχόμενο για τέτοιο κατόρθωμα. Μονάχα συνηθίζεται. Κάθε επιπλοκή θεωρείται αναμενόμενη και ο εκνευρισμός εξαιτίας της δικαιολογημένος. Πιστεύω με δέχτηκε και το ίδιο και με άφησε για λίγο ήσυχη και ικανή να νιώσω όπως πρώτα, όπως όλοι οι άλλοι. Δεν το αγνοείς, ποτέ δεν το κάνεις αυτό. Μονάχα προχωράτε αντάμα και μαθαίνεις να το δέχεσαι μέσα σου για μια αιωνιότητα. 

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Τα πάντα ρει






Με θυμάμαι τις πρώτες φορές που ασχολήθηκα με τους ανθρώπους  πόση αγωνία είχα να τα κάνω όλα τέλεια, να είναι ευχαριστημένοι και να με αγαπάνε.  Σε κάθε ταραχή που παρουσιαζόταν θεωρούσα υπαίτιο εμένα διότι βρισκόμουν στην άγνοια. Δεν γνώριζα όλα αυτά που θα με οδηγούσαν στο να γίνω μια προτεραιότητα στη ζωή των άλλων ούτε τον τρόπο να κατοχυρωθεί το όνομά μου στο μυαλό τους. Ούτε τώρα θαρρώ πως τα έμαθα και τα βρίσκω παντελώς άγνωστα για όλους. Έβλεπα να περνούν οι μέρες και να απογοητεύομαι όλο και περισσότερο απ’τον εαυτό μου, σα να μην είχα αυτό το ‘ταλέντο’ να κρατώ ανθρώπους εδώ. Με έπιασα να με (κατά)κρίνω αδιάκοπα και αυστηρά και ως επακόλουθο έκλεινα το εγώ μου σε μια φούσκα και έμενα εκεί μέχρι όλα να εξαφανιστούν και να αρχίσω απ’το μηδέν. Στην πορεία, τα λάθη επαναλαμβάνονταν και οι άνθρωποι έφευγαν χωρίς μια κουβέντα.
Τώρα με παρατηρώ να γελάω με τις εμμονές που κάποτε είχα και την ασταμάτητη ανάγκη να καταφέρνω πάντα να κερδίζω την παραμονή τους.  Μέσα στην ησυχία που επικρατεί, συνειδητοποιώ ότι τα δεδομένα δεν υφίστανται και πως όλα περνούν μπροστά από τα μάτια σου με ταχύτητα φωτός. Πλέον τις ζημίες στις σχέσεις δεν τις προκαλώ εγώ και όταν το κάνω συνεργάζεται και η άλλη πλευρά. Δεν είμαι η μόνη, η μόνη που δεν είναι τέλεια. Κι αυτή η παραδοχή με ανακουφίζει. Δίνω όσα περισσότερα μπορώ, πιστεύοντας πως ο άλλος τα νιώθει και τα κρατά. Πρόκειται για μια ενδόμυχη ορμή που χρόνια με ακολουθεί.
Αλλά τι γίνεται με όλα αυτά που ξεστομίζονται απ’τον δίπλα σου; Τίποτα δεν τηρείται, όλα είναι ρευστά και το χειρότερο· είναι επιλογή τους. Ύστερα από αμείλικτες υποδείξεις, οι εμπειρίες μου κατέδειξαν πως δεν είμαι εγώ αυτή που φέρει πραγματικά την ευθύνη, αλλά η αστάθεια των άλλων. Όσο σταθερή μένω εγώ,  τόσο εύκολα αλλάζει το είναι κάποιου που υποτίθεται ήξερες. Δεν φταίω εγώ όταν τίποτα δεν καταφέρνει να μείνει σταθερό. Φταίει αυτό που τόσο ξαφνικά αποφασίζει να στραφεί αντίθετα, παρασέρνοντας τα πάντα στο διάβα του. 


Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Υπενθύμιση Νο. ∞





Ημέρα δεν θυμάμαι πόσο.. Προσπαθώ μανιωδώς να βρω μια αλλαγή, μια τάση γι’αυτό το καλύτερο που κάποτε μου είπαν πως θα’ρθει. Σκοντάφτω πάνω στις ίδιες εικόνες, ξανά και ξανά. Πέφτω θύμα της ακούραστης ελπίδας μου και εξαπατούμαι κάθε φορά. Αλλά δεν λέω να το συνηθίσω και η πικρή αίσθηση που αφήνει συνεχίζει να είναι πρωτόγνωρη. Τα συμπτώματα χάνονται για καιρό και μια μέρα επιστρέφουν σα να μην τα έδιωξα ποτέ. Ψάχνω μέσα μου να βρω το λόγο που το μυαλό ακόμη περιμένει αυτή τη μέρα. Άδικα χαμένος χρόνος, γιατί δεν έχω θάρρος για την αληθινή παραδοχή.

Σου υπενθυμίζω πως για πάντα ό,τι δίνεις θα πετιέται και πως ήρθε η ώρα να κρατάς την ζεστασιά για σένα. Η εποχή που έμενες στερεμένη έληξε. Τώρα είσαι αυστηρά εσύ και οι λοιποί που γνώρισες παλιά. Το νέο θα είναι καταδικασμένο να μένει άδειο, ψυχρό και σου απαγορεύεται κάθε πρόσβαση σ’αυτό. Θέτω τους περιορισμούς με την προσδοκία ότι κάποια μέρα θα μάθεις. Αλλά εσύ ποτέ δεν με ακούς. Θα με θυμηθείς την επόμενη φορά. Εις το επανιδείν.